- ἐπιχθόνιοι
- ἐπιχθόνιοςupon the earthmasc nom/voc plἐπιχθόνιοςupon the earthmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιχθόνιος — α, ο (AM ἐπιχθόνιος, ον και ος, α, ον) επίγειος, αυτός που ζει πάνω στη γη (σε αντίθεση με τον ουράνιο) («κάρτιστοι δὴ κεῑνοι ἐπιχθονίων... ἀνδρῶν») αρχ. μσν. 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ἐπιχθόνιοι οι άνθρωποι, οι θνητοί (σε αντιδιαστολή με… … Dictionary of Greek
νυν — (ΑΜ νῡν, Α και ως εγκλιτ. μόριο νυν, νυ) (χρον. επίρρ.) 1. τώρα, κατά τον παρόντα χρόνο, αυτή τη στιγμή ή αυτή την εποχή («πάλαι καὶ νῡν πανταχοῡ...μνημονευομένας», Ισοκρ.) 2. (ενάρθρως ως επίθ.) ο, η, το νυν ο παρών, ο σημερινός, ο τωρινός (α.… … Dictionary of Greek